ἀπότολμος

ἀπότολμος
ἀπότολμος
bold
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απότολμος — η, ο (AM ἀπότολμος, ον) 1. τολμηρός, θαρραλέος 2. ριψοκίνδυνος 3. ικανός μσν. νεοελλ. επίρρ. απότολμα 1. με θάρρος 2. με θράσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποτολμώ ( άω), με υποχωρητικό μετασχηματισμό] …   Dictionary of Greek

  • ἀποτολμότατον — ἀπότολμος bold masc acc superl sg ἀπότολμος bold neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπότολμοι — ἀπότολμος bold masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”